κωδωνοκρότους

κωδωνοκρότους
κωδωνόκροτος
of
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • πόρπαξ — ακος, ο, ΝΑ 1. νεοελλ. στρ. μεταλλικός κρίκος τών παλαιών πυροβόλων που χρησίμευε για τη στερέωση τού σωλήνα τού πυροβόλου στο σαμάρι τού ζώου που τόν μετέφερε, αλλ. πόρπη 2. η λαβή τής ασπίδας, κρίκος ή λουρί προσαρμοσμένο στην ασπίδα («ἴσχε διά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”